Πέμπτη, 11 Μάρτιος
.Από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, η Γερμανία είχε δύο κεντρικούς στρατηγικούς στόχους: το ισχυρό νόμισμα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Επρόκειτο για τα δύο διδάγματα που είχε πάρει από τις καταστροφές του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Και οι δύο αυτοί στόχοι ενσωματώθηκαν στο ευρώ. Μόνο που τώρα εμφανίζονται αλληλοσυγκρουόμενοι.
Τι πρέπει να γίνει; Να σώσουμε τους ‘αμαρτωλούς’ της Ευρωζώνης, ενισχύοντας τη συνοχή της, αλλά διακυβεύοντας τη νομισματική σταθερότητα; Ή μήπως είναι προτιμότερο να τους εγκαταλείψουμε στη χρεοκοπία, ενισχύοντας την αξιοπιστία του νομίσματος αλλά διακυβεύοντας τη συνοχή; Πριν το ενιαίο νόμισμα η Γερμανία δεν έχει να αντιμετωπίσει τέτοια διλήμματα. Οι χώρες με προβλήματα ανταγωνιστικότητας απλά υποτιμούσαν το νόμισμά τους.
Δυστυχώς ο πολιτικός διάλογος που διεξάγεται σήμερα στη Γερμανία υποθέτει λανθασμένα ότι η απάντηση στην παρούσα κρίση είναι κάθε κράτος να γίνει Γερμανία. Αλλά η Γερμανία μπορεί να είναι Γερμανία – μια οικονομία με δημοσιονομική πειθαρχία, μειωμένη εσωτερική ζήτηση και μεγάλο εξαγωγικό πλεόνασμα – μόνο και μόνο επειδή οι άλλοι δεν είναι. Το παρόν οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας παραβιάζει την αρχή της καθολικότητας του μεγαλύτερου Γερμανού φιλοσόφου Ιμμανουέλ Καντ.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι εύκολο να πεις ότι η χώρα αντιμετωπίζει δυσκολίες εξαιτίας της δικής της τσαπατσουλιάς. Σύμφωνα με το τελευταίο του δελτίο του ΟΟΣΑ, το ελληνικό δημόσιο χρέος έφτασε πέρυσι στο 115% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 12,7% και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο 11,9%.
Έχουμε συνεπώς μια τυπική περίπτωση που προσφέρεται για παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κατά κανόνα το ΔΝΤ προσφέρει προσωρινά ρευστότητα ζητώντας σε αντάλλαγμα μια νομισματική υποτίμηση και την εφαρμογή άτεγκτων δημοσιονομικών κανόνων. Όμως η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει το ενδεχόμενο της υπαγόρευσης πολιτικής σε μια χώρα που μοιράζεται το ίδιο νόμισμα μαζί της από ένα εξωτερικό σώμα. Αυτό που προτείνει είναι η ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου προκειμένου να παράσχει ρευστότητα στην Ελλάδα υπό όρους. Υπό τη διεύθυνση των άλλων μελών της Ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο θα υπαγορεύσει δημοσιονομική πολιτική στην ‘αμαρτωλή χώρα’.
Πολλοί αξιωματούχοι της γερμανικής κυβέρνησης προωθούν επίσης την ιδέα της επιβολής κυρώσεων. Οι κυρώσεις μπορεί να αφορούν αναστολή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων από τα Ταμεία Συνοχής στις χώρες που παραβιάζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. Ή να περιλαμβάνουν την αναστολή του δικαιώματος ψήφου στις συναντήσεις Υπουργών, ή ακόμα να φτάνουν και ως την εκδίωξη από την Ευρωζώνη. Μια λιγότερο αμφιλεγόμενη ιδέα είναι η ενίσχυση των προστίμων που ήδη προβλέπονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ε.Ε..
Όμως η ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου θα απαιτούσε μια νέα συνθήκη, όπως επίσης και η εκδίωξη κάποιου κράτους από τους θεσμούς της Ευρωζώνης – ενώ προφανώς και δεν μπορείς να υποχρεώσεις μια χώρα να μην χρησιμοποιεί ως νόμισμά της το ευρώ αν πάρει τέτοια απόφαση. Η επιβολή προστίμων στις χώρες με δημοσιονομικές δυσκολίες δεν δούλεψε στο παρελθόν. Αν είχε όντως επιβληθεί, τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα είχαν καταβάλλει πρόστιμα.
Παρά ταύτα πρέπει να σημειώσουμε μια ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία. Η ιδέα ότι ο μεγάλος κίνδυνος βρίσκεται στην απουσία δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι λανθασμένη. Η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση. Οι δημοσιονομικές υπερβολές του σήμερα δεν αποτελούν το αποτέλεσμα της έλλειψης πειθαρχίας του ελληνικού δημόσιου τομέα αλλά του ελληνικού ιδιωτικού τομέα. Αυτό αποτελεί εγγενές στοιχείο του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η Ευρωζώνη. Έχει να κάνει με το πώς η οικονομία της Ευρωζώνης εξισορροπούσε, σε ένα εύλογο επίπεδο συνολικής ζήτησης, στην περίοδο προ της κρίσης.
Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα αν δούμε τα ισοζύγια των κρατών μελών της Ευρωζώνης του έτους 2006, δηλαδή προ της κρίσης, και του 2009, όπου η κρίση ήταν στην κορύφωσή της. Τα ισοζύγια μεταξύ εσόδων και δαπανών του ιδιωτικού τομέα, του δημόσιου τομέα και του τομέα τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να συμποσούνται σε 0.
Το 2006 οι ιδιωτικοί τομείς της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας εμφάνιζαν μεγάλα πλεονάσματα σε σχέση με το ΑΕΠ των εν λόγω χωρών, ενώ οι ιδιωτικοί τομείς της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας εμφάνιζαν μεγάλα ελλείμματα. Οι δημοσιονομικές θέσεις ήταν παντού υπό έλεγχο: Η Ιρλανδία και η Ισπανία είχαν μάλιστα σημαντικά – αν και απατηλά – δημοσιονομικά πλεονάσματα. Εν τω μεταξύ τα πλεονάσματα του ιδιωτικού τομέα της Γερμανίας και της Ολλανδίας αντισταθμίζονταν από μεγάλες εκροές κεφαλαίων. Σε γενικές γραμμές βλέπαμε ανισορροπίες στον ιδιωτικό τομέα αλλά υπήρχε μια κεντρική αίσθηση δημοσιονομικής σταθερότητας και όλες οι χώρες ήταν λίγο ως πολύ ευθυγραμμισμένες με τα κριτήρια των ευρωπαϊκών συνθηκών για τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Και στη συνέχεια έρχεται η κρίση: οι ιδιωτικοί τομείς που έχουν απλωθεί πολύ υποχωρούν. Το 2009 οι ιδιωτικοί τομείς κάθε κράτους μέλους εμφανίζουν μεγάλο πλεόνασμα: ώστε τώρα είμαστε όλοι Γερμανοί! Επομένως πού πρέπει να ψάξουμε για την αντιστάθμιση; Η απάντηση είναι: στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η εικόνα της Ιρλανδίας και της Ισπανίας είναι δραματική. Είναι αδύνατον να μεταβάλλεις το εξωτερικό σου ισοζύγιο σε σύντομο χρονικό διάστημα, ιδίως αν η εσωτερική ζήτηση των πλεονασματικών χωρών είναι τόσο αδύναμη.
Τώρα η Γερμανία επιμένει ότι κάθε χώρα πρέπει να περιορίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βελτιωθούν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ή αν επιδεινωθούν τα ισοζύγια του ιδιωτικού τομέα. Για να γίνει το δεύτερο, πρέπει να έχουμε ανάκαμψη της ιδιωτικής ζήτησης, πιθανότατα μέσω προσφυγής σε εκτεταμένο δανεισμό. Για να γίνει το πρώτο υπάρχουν δύο τρόποι: καταρχήν να επιδεινωθούν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών σε κάποιες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, για παράδειγμα στη Γερμανία, καταλήγοντας σε μικρότερα πλεονάσματα του ιδιωτικού τομέα. Η δεύτερη επιλογή είναι το συνολικό ισοζύγιο της Ευρωζώνης να γίνει πλεονασματικό.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως το πιο πιθανό αποτέλεσμα της περιστολής των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στις χώρες με μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικά ελλείμματα είναι η ύφεση. Με δεδομένη την έλλειψη ανταγωνιστικότητας αυτών των χωρών και την αδυναμία της ζήτησης σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η ύφεση μπορεί να τραβήξει για πολύ καιρό. Και το βασικό ερώτημα είναι αν αυτό μπορούν να το αντέξουν οι πληθυσμοί. Αν όχι, οδηγούμαστε σε πολιτικές κρίσεις, που θα έχουν αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις.
Για να το θέσουμε καθαρά: το πλεόνασμα του ιδιωτικού τομέα και το πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας καθιστούν αδύνατο για τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους, εκτός κι αν είναι διατεθειμένα να ζήσουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ύφεση. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο αν η Ευρωζώνη συνολικά αποκτήσει εξωτερικό πλεόνασμα. Είναι όμως θέμα αν μπορεί να το εξηγήσει αυτό στους παγκόσμιους εμπορικούς εταίρους της. Το πρόβλημα μπορεί επίσης να λυθεί αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υιοθετήσει επεκτατική νομισματική πολιτική ώστε να αυξήσει επιτυχώς την ιδιωτική ζήτηση των πλεονασματικών χωρών, αυξάνοντας παράλληλα και τον γερμανικό πληθωρισμό πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η Γερμανία έχει παγιδευτεί μέσα στην ίδια της την ιστορική κληρονομιά. Θα ήθελε από τους γείτονές της να της μοιάσουν όσο γίνεται. Αλλά αυτό είναι αδύνατο επειδή δεν υπάρχει τρόπος η δική της μειωμένη εγχώρια ζήτηση να γίνει καθολικός κανόνας. Όπως θα το έθετε ένας άλλος Γερμανός φιλόσοφος, ο Χέγκελ, η γερμανική θέση απαιτεί μια ισπανική αντίθεση. Τώρα που έσκασε η φούσκα του ιδιωτικού τομέα, η νέα σύνθεση είναι η οικονομική κρίση της ευρωζώνης. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η Γερμανία πρέπει να γίνει λιγότερο Γερμανία για να γίνει η Ευρωζώνη περισσότερο Ευρωζώνη.
sogokleous10
Καταπλητική Μαρία Ζαχάροβα
Πριν από 1 ώρα
0 σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα μηνύματα σας να μην περιέχουν ύβρεις